Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

Diego Abad de Santillán: 18 Ιουλίου 1936

Με αφορμή τη 18η Ιουλίου (1936) ακολουθεί η εισαγωγή της έκδοσης του Α' τόμου του βιβλίου Ένα ελευθεριακό πρόταγμα, της ανθολογίας κειμένων του Diego Abad de Santillán. 

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης Ιουλίου του 1936, 80 χρόνια πριν, ένα επιτελείο της Ιβηρικής Αναρχικής Ομοσπονδίας (FAI) και της αναρχοσυνδικαλιστικής Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CNT), των δύο κυρίαρχων πληθυσμιακά πολιτικών οργανισμών της Καταλωνίας, βρισκόταν στην έδρα της αστυνομικής διεύθυνσης της Βαρκελώνης προκειμένου να απαιτήσουν από τους υπεύθυνους τον αφοπλισμό της μισής αστυνομίας και της παράδοσης του οπλισμού στους εργάτες ενόψει του επερχόμενου πραξικοπήματος του φασίστα στρατηγού Φράνκο. Στις 4:30 το πρωί, όταν πλέον το πραξικόπημα επιβεβαιώνεται ο Ντιέγκο Αμπάδ ντε Σαντιγιάν μαζί με τον Γκαρσία Όλιβερ πιάνουν από το γιακά τον αστυνομικό διευθυντή λέγοντας του: «Πού είναι τα όπλα;»

Κάπως έτσι ξεκινά ένα από τα πιο αποσιωποιημένα, πολιτικά μιλώντας, γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος που ξεκινά το 1936 και τελειώνει με νίκη των φασιστών το 1939, αποτελέσε το μεγαλύτερο πεδίο απόκρυψης, κοπτοσυρραφής και παραχάραξης εκ μέρους των ιστορικών, ακριβώς γιατί εμπλεκόνταν ένας απρόβλεπτος (ακόμα και για τους ίδιους τους δρώντες) και ενοχλητικός ιστορικός παράγοντας: οι αναρχικοί. 

Οι δεξιοί και αριστεροί ιστορικοί,  έκαναν τα πάντα για να μπαλώσουν και να γυαλίσουν αυτή την ιστορική παραφωνία όπου αναρχικοί βρίσκονται στην δυσάρεστη θέση να κυβερνήσουν, όχι αποτελώντας μια μειοψηφική ημιάγρια και μάχιμη πρόσθεση σε ένα δημοκρατικό «καθώς πρέπει» σύνολο, όπως προσπάθησαν να μας απεικονίσουν οι εν λόγω ιστορικοί αυτό το ιστορικό υποκείμενο, αλλά μια πολιτική πληθυσμιακή πλειοψηφία όπου το δημοκρατικό «καθώς πρέπει» στοιχείο δεν αποτελούσε παρά μια πρόσθεση σε αυτή την κατασυκοφαντημένη (ακόμα και από τους ίδιους τους αναρχικούς) λέξη που ακούει στο όνομα αναρχία.

Οι ισπανοί αναρχικοί σίγουρα δεν βοήθησαν με την παρουσία τους και τις πράξεις τους, τους αστούς (σοσιαλδημοκράτες και μαρξιστές) ιστορικούς αφού πέρα από την πληβειακή εισβολή τους στο ιστορικό προσκήνιο, και μάλιστα ως κυρίαρχη δύναμη, είχαν το θράσος, ταυτόχρονα με την οργάνωση του πολέμου ενάντια στους φασίστες του Φράνκο, που βοηθήθηκαν από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, να αποτελέσουν και τον κυρίαρχο παράγοντα της μεγαλύτερης λαϊκής κοινωνικής πληβειακής ανοικοδόμησης από τα κάτω, που έχει γνωρίσει η σύγχρονη ιστορία. 

Είναι χαρακτηριστική, αν και ξεφεύγει από τις ανάγκες και την ουσία αυτού του εκδοτικού σημειώματος, η μόνιμη απόκρυψη εκ μέρους των μαρξιστών ιστορικών της ελευθεριακής επανάστασης που έπραξε ο ισπανικός λαός, και αντίθετα η μόνιμη αναφορά σε αυτή την πληβειακή ριζική ανασυγκρότηση ως εμφύλιο πόλεμο. Κάθε μπολσεβίκικη κατάληψη της κρατικής εξουσίας αποκαλείται από τους εν λόγω ιστορικούς ως επανάσταση: η Οκτωβριανή, η Πολιτιστική, η Κουβανική κτλ., ενώ αποτελούν ταυτόχρονα και εμφύλιους πολέμους, στην περίπτωση της ισπανικής, ξαφνικά τα αναλυτικά εργαλεία αποκτούν μια τέτοια επική ελαστικότητα που αγνοούν την επανάσταση και τονίζουν μόνο τον εμφύλιο.

Οι πρωτόγονοι, καθυστερημένοι, σύμφωνα με τους μαρξιστές «επιστήμονες» της ιστορίας, πληβείοι της Ισπανίας σε συνέργεια με τους «μικροαστούς» αναρχικούς έκαναν πράξη εκείνο που κάθε συνεπής νεροκουβαλητής της μαρξιστικής-λενινιστικής μούμιας πρέπει να αποκρύψει, να συκοφαντήσει, να παραναγνώσει προκειμένου να διατηρήσει το επιστημονικό του αλάθητο αμόλυντο από μια πραγματικότητα που επιμένει ενοχλητικά να αμφισβητεί τα προκαθορισμένα σχήματα που έχει κατασκευάσει η πολιτική του επιστήμη και οικονομία: την –σε πολλές περιοχές, για μεγάλο αριθμό πληθυσμού και χρονική διάρκεια που επέτρεψε η κομμουνιστική αντεπανάσταση και η φασιστική επέλαση– ταυτόχρονη κατάργηση του κράτους και του καπιταλισμού, χωρίς την περίφημη μεσολάβηση της δικτατορίας του προλεταριάτου.

 Ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ στο βιβλίο του Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας, περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά εκείνο που οι επιστήμονες του μ-λ ιερατείου διαστρεβλώνουν:
«... ο ισπανικός αναρχισμός εκφράζει μια βαθιά αντίσταση στην καπιταλιστική εξέλιξη, μια αντίσταση ενάντια στην υλική πρόοδο, όπως αυτή νοείται στις ευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες, και ταυτόχρονα ενάντια στο μαρξιστικό σχήμα της ιστορικής εξέλιξης. Ενώ, σ’ αυτό το σχήμα, η αστική τάξη εμφανίζεται σαν μια πρόσκαιρη επαναστατική δύναμη, η καπιταλιστική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σαν αναγκαία φάση, η πειθαρχία και η συγκέντρωση σαν αναπόφευκτες προσταγές της εκβιομηχάνισης, οι Ισπανοί εργάτες και αγρότες με μια στοιχειώδη βία αποκρούουν αυτές τις “προόδους”. Δεν θαυμάζουν με κανένα τρόπο τις επιτυχίες του αγγλικού, γαλλικού ή γερμανικού προλεταριάτου. Αρνούνται να το ακολουθήσουν σ’ αυτό τον δρόμο. Ενστερνίστηκαν την ορθολογική αναγκαιότητα της καπιταλιστικής εξέλιξης τόσο λίγο όσο και τον καταναλωτικό φετιχισμό του. Αγωνίζονται απεγνωσμένα ενάντια σ’ ένα σύστημα που τους φαίνεται απάνθρωπο, και ενάντια στην αποξένωση που φέρνει μαζί του. Μισούν τον καπιταλισμό μ’ ένα μίσος για το οποίο οι σύντροφοί τους στη δυτική Ευρώπη δεν είναι πια ικανοί. 

Σε αυτή την εξήγηση υπάρχει, όπως πιστεύω, πολλή αλήθεια. Μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι, ενάντια στις προσδοκίες των Μαρξ και Ένγκελς, δεν ήταν οι προηγμένες χώρες εκείνες όπου νίκησε η “κοινωνική επανάσταση”. Δεν ήταν ούτε η αγγλική, ούτε η γερμανική, ούτε η αμερικάνικη, αλλά κοινωνίες όπου ο καπιταλισμός ήταν ξένος και επιφανειακός. Από αυτά δεν συνάγεται, όσον αφορά την Ισπανία, ότι οι αναρχικοί ήταν απλά “υπολείμματα του παρελθόντος”. Όποιος ονομάζει το κίνημά τους πρωτόγονο, στηρίζεται σ’ εκείνο το ιστορικό σχήμα που εδώ τίθεται υπό εξέταση. Οι Ισπανοί επαναστάτες δεν ήταν “καταστροφείς μηχανών”. Οι επιθυμίες τους  δεν σκόπευαν στο παρελθόν, αλλά στο μέλλον. Ένα άλλο μέλλον από αυτό που τους επιφύλασσε ο καπιταλισμός. Και στη μικρή διάρκεια του θριάμβου τους δεν έκλεισαν τα εργοστάσια, αλλά εξυπηρέτησαν μ’ αυτά τις δικές τους ανάγκες, και τα πήραν στα δικά τους χέρια».[1]
Η παρούσα έκδοση επιθυμεί να έχει τη δική της μικρή συμβολή στη μνήμη αυτής της σπουδαίας ελευθεριακής επανάστασης, με αφορμή την «επέτειο» των 80 χρόνων της. Σίγουρα έχει εκδοθεί αρκετό υλικό στα ελληνικά, κυρίως μελέτες αλλά και σε μικρότερο βαθμό μαρτυρίες, παρόλα αυτά θεωρούμε πως αν υπάρχει μια έλλειψη αυτή έγκειται στην άνιση επιλογή υλικού προς μετάφραση και έκδοση. Και λέμε άνιση γιατί θεωρούμε πως ο κύριος όγκος του μεταφρασθέντος και εκδοθέντος υλικού αποτελείται περισσότερο από κείμενα που αφορούν την αυτοοργάνωση του πολέμου ενάντια στους φασίστες του Φράνκο, παρά από τα κείμενα εκείνα που μας βοηθούν να αντιληφθούμε την κοινωνική αναδημιουργία και ανοικοδόμηση που συνετελέσθηκε στα επίπεδα της παραγωγής, της διανομής και του τρόπου λήψης των αποφάσεων από έναν λαό και όχι απλώς από ένα στρατευμένο κίνημα. 

Η επιλογή της έκδοσης μιας ανθολογίας κειμένων του Ντιέγκο Αμπαδ ντε Σαντιγιάν (πραγματικό όνομα: Sinesio Vaudilio García Fernández), έρχεται να καλύψει ένα θεωρητικό κενό, εκείνο της καταγραφής της σκέψης των ανθρώπων που συμμετείχαν στην επανάσταση, και οι οποιοί προσπάθησαν μέσα από την έκδοση βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων να διαμορφώσουν το θεωρητικό και πρακτικό πλαίσιο της επερχόμενης γι’αυτούς επανάστασης. Η επιλογή της συγκεκριμένης ανθολογίας από τις ισπανικές εκδόσεις Anthropos, είχε επίσης την ίδια λογική και μάλλον δεν γινόταν να είναι και πιο χαρακτηριστική αυτής της επιδίωξης. Ο Σαντιγιάν δεν ήταν μόνο ένας θεωρητικός οικονομολόγος που προσπάθησε να συγκεκριμενοποιήσει το πρόταγμα του ελευθεριακού κομμουνισμού για τις επαναστατικές ανάγκες αρχικά της Αργεντινής, αλλά συμμετείχε σε όλα τα προπαγανδιστικά πόστα κατά τη διάρκεια της επανάστασης στην Ισπανία, ενώ πήρε μέρος και στο καυτό και αδύναμο συνάμα σημείο μηδέν του αναρχισμού: την εξουσία, στην αρχή στην Κεντρική Επιτροπή των Αντιφασιστικών Πολιτοφυλακών της Καταλωνίας και στη συνέχεια, από τον Δεκέμβρη του 1936 ως τον Απρίλη του 1937, στην τοπική κυβέρνηση (Generalidad) της επαναστατημένης Καταλωνίας, ως οικονομικός σύμβουλος επί των κολεκτιβοποιήσεων και του συντονισμού τους. Με λίγα λόγια ο Σαντιγιάν υπήρξε μια από τις προσωποποιημένες εκφράσεις του ιστορικού παράδοξου που λέγεται αναρχικοί υπουργοί, προκαλώντας την εύκολη χλεύη πολλών ύστερων αναρχικών, οι οποίοι τους απέδωσαν την ευθύνη των λαθών που στη συνέχεια οδήγησαν στην ήττα.

Ο Ντιέγκο Αμπάδ ντε Σαντιγιάν παρόλα αυτά αποτελεί μια πολύ σημαντική μορφή στην ιστορία του αναρχισμού και του ελευθεριακού κινήματος εν γένει. Πολυγραφότατος και ενεργός στις διαδικασίες και σε όλες τις σημαντικές στιγμές της εκτύλιξης του προτάγματος του ελευθεριακού κομμουνισμού, αποτέλεσε μια από αυτές τις προσωπικότητες που λόγω του έργου τους, της δράσης τους αλλά και της πίστης τους στο εφικτό της πραγμάτωσης της Ιδέας, της επερχόμενης ελευθεριακής επανάστασης, ονομάστηκαν «σύντροφοι με επιρροή» κατά τη διάρκειά της. 

Τα κείμενά του μας βοηθούν να παρακολουθήσουμε όχι μόνο την ιστορία της σκέψης, της δράσης, του αναστοχασμού και της διαμάχης εντός του ελευθεριακού κινήματος, ιδιαίτερα στις δύο χώρες που η μαζικότητα αυτού του κινήματος αποτέλεσε φάρο κοινωνικής και πολιτικής επιρροής του αναρχισμού, μιλάμε για την Αργεντινή και την Ισπανία, αλλά και την ίδια την κίνηση προς την κοινωνική επανάσταση που πραγματοποιήθηκε στη δεύτερη.

Το έργο του σήμερα είναι λιγότερο γνωστό από το όνομα του συγγραφέα του, θα λέγαμε πως είναι και εκδοτικά δυσεύρετο. Το πιο γνωστό του βιβλίο, το Γιατί χάσαμε τον πόλεμο, αποτελεί και την πρώτη εκτεταμένη εκδοτική καταγραφή αυτοκριτικής για τα γεγονότα του 1936-1939. Αν όμως προχωρήσαμε στην ανά χείρας κίνηση της έκδοσης μιας ανθολογίας κειμένων του, δεν ήταν μόνο για ιστορικούς λόγους, για να θυμόμαστε τα επαναστατικά μεγαλεία του παρελθόντος και να φενακιζόμαστε με τα πεπραγμένα των ηρωικών στιγμών του. Άλλωστε ο πρώτος τόμος, από τους συνολικά τρεις, περιέχει μόνο ένα κείμενο που γράφτηκε ελάχιστα πριν από την έναρξη της επανάστασης. Το βασικότερο κίνητρό μας ήταν η παρακολούθηση της ίδιας της πορείας και της εξέλιξης της σκέψης, και πάνω απ’ όλα της γραπτής καταγραφής της πορείας της πίστης της επιθυμίας αλλαγής του κοινωνικού στάτους κβο και στη δυνατότητα της αλλαγής.

Διαβάζοντας τα κείμενα αυτά, μπορούμε να παρακολουθήσουμε επίσης διαμάχες και προβληματισμούς που κλείνουν ήδη αιώνα χωρίς ιδιαίτερη κατάληξη, προβλήματα και διαστάσεις απόψεων και τακτικών όπως και στρατηγικής, που συνεχίζουν να απασχολούν τους ενεργούς στο ελευθεριακό κίνημα διεθνώς.  

Η επιλογή των κειμένων εκ μέρους των επιμελητών της ισπανικής έκδοσης, των Φρανκ Μιντζ και Αντόνια Φοντανίγιας, είναι πολύ χαρακτηριστική και σχεδόν ιδανική όσον αφορά την προσπάθεια κατάδειξης αυτής της πορείας δημιουργίας ενός ελευθεριακού προτάγματος που είχε στόχο να αποτελέσει έναν οδηγό και όχι ένα δόγμα σε μια επερχόμενη επανάσταση. Γι’ αυτό και κάποια σημεία από τα κείμενα θα φανούν, και δικαιολογημένα, ξεπερασμένα. Ωστόσο, έναν αιώνα μετά και σε μια εποχή που τα χειραφετητικά προτάγματα κινούν λιγότερο από ποτέ τους πληθυσμούς, μας δίνουν μια εικόνα για να σκεφτούμε πως συνδέονταν οι επαναστάτες του παρελθόντος με την εποχή τους, την περίσταση, τον καιρό, πώς συνδέονταν με τα υποκείμενα που ήταν διατεθειμένα να αλλάξουν δομικά τη θέση τους έως και την κατάργηση της αλυσίδας της κρατικής και καπιταλιστικής καταστροφής, με έναν τρόπο που σήμερα είναι ξεκάθαρο πως μας διαφεύγει, όχι μόνο επειδή έχουμε μια τάση συνεχούς προσκόλλησης σε δοκιμασμένες, αποτυχημένες και μη, λύσεις, χαμένοι σ’ ένα παρόν που δείχνει αποφασισμένο να καταβροχθίζει κάθε ίχνος ελπίδας που κοιτάει προς ένα διαφορετικό μέλλον.

Αν το «Viva la Muerte», το Ζήτω ο Θάνατος των ισπανών φασιστών, ήταν το χαρακτηριστικό σύνθημα που κινούσε φαντασιακά την πολεμική τους μηχανή, οι Ισπανοί ελευθεριακοί κατάλαβαν, πρότειναν και έπεισαν τους πληβείους της εποχής τους, πληρώνοντας πικρά και τα λάθη τους, πως το «αντί-» δεν φτάνει για έναν κόσμο που θα στηρίζεται στην αξιοπρέπεια. Αντίθετα, η Ιδέα της αλληλοβοήθειας, της ισότητας, της κατάργησης της αυθεντίας, της ιεραρχίας, του κράτους και της εξουσίας του κεφαλαίου χρειάζεται κάτι παραπάνω από κούφια συνθήματα. Χρειάζεται πειθώ, την ύπαρξη ζωντανών παραδειγμάτων που είναι σε θέση να θυσιάζονται για τους άλλους, αλλά και τη φαντασία που δημιουργεί συνεχώς τις προϋποθέσεις για την αντιστροφή κάθε παροντικής δυστοπίας, έχοντας κατά νου συνεχώς την ευθύνη των παλαιότερων, των σύγχρονων και πάνω απ’όλα των μελλοντικών γενεών.

[1] Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας, μτφρ. Νίκος Δεληβοριάς, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1992.